Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Public square
01
δημόσια πλατεία
an open area at the meeting of two or more streets
02
αγορά, δημόσια πλατεία
a place of assembly for the people in ancient Greece
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δημόσια πλατεία
αγορά, δημόσια πλατεία