Αναζήτηση
prying
01
αδιάκριτος, περίεργος
offensively curious or inquisitive
Prying
01
αδιάκριτη περιέργεια, πειραχτική περιέργεια
offensive inquisitiveness
Οικογένεια λέξεων
pry
Verb
prying
Adjective
pryingly
Adverb
pryingly
Adverb
Συναφή Λέξεις
Αναζήτηση
αδιάκριτος, περίεργος
αδιάκριτη περιέργεια, πειραχτική περιέργεια
Οικογένεια λέξεων
pry
prying
pryingly
pryingly