prurient
pru
ˈprʊ
πρου
rient
riənt
ριαντ
British pronunciation
/pɹˈɔːɹi‍ənt/

Ορισμός και σημασία του "prurient"στα αγγλικά

01

λαγνεία, αισχρός

having or encouraging an excessive interest in sexual matters
example
Παραδείγματα
The film's director faced criticism for including prurient scenes that seemed gratuitous and unrelated to the plot.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας αντιμετώπισε κριτική για τη συμπερίληψη αισχρών σκηνών που φαίνονταν αδικαιολόγητες και άσχετες με την πλοκή.
Some argue that certain advertisements exploit prurient impulses to sell products, relying on sex appeal rather than substance.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι ορισμένες διαφημίσεις εκμεταλλεύονται αισχρές παρόρμησεις για να πουλήσουν προϊόντα, βασιζόμενοι σε σεξουαλική έκφραση παρά σε ουσία.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store