Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prurient
01
λαγνεία, αισχρός
having or encouraging an excessive interest in sexual matters
Παραδείγματα
The film's director faced criticism for including prurient scenes that seemed gratuitous and unrelated to the plot.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας αντιμετώπισε κριτική για τη συμπερίληψη αισχρών σκηνών που φαίνονταν αδικαιολόγητες και άσχετες με την πλοκή.
Some argue that certain advertisements exploit prurient impulses to sell products, relying on sex appeal rather than substance.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι ορισμένες διαφημίσεις εκμεταλλεύονται αισχρές παρόρμησεις για να πουλήσουν προϊόντα, βασιζόμενοι σε σεξουαλική έκφραση παρά σε ουσία.
Λεξικό Δέντρο
pruriently
prurient
pruri



























