LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Provoked
/pɹəvˈəʊkt/
/pɹəˈvoʊkt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "provoked"
provoked
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
incited, especially deliberately, to anger
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
provoke
provocatively
provocative
provocation
provocateur
provoker
provoking
provokingly
provost
provost court
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App