Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ballcock
01
βαλβίδα πλωτήρα, μηχανισμός πλήρωσης της λεκάνης
a valve that regulates the water level in a toilet tank by using a floating ball to control the flow of water from the supply line
Παραδείγματα
The ballcock in the toilet broke, causing the cistern to overfill with water.
Ο πλωτήρας στην τουαλέτα έσπασε, προκαλώντας την υπερπλήρωση της δεξαμενής με νερό.
He had to replace the ballcock because it was leaking water continuously.
Έπρεπε να αντικαταστήσει τη βαλβίδα μπαλοκ επειδή έσταζε νερό συνεχώς.
Λεξικό Δέντρο
ballcock
ball
cock



























