LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pronominal
/pɹənˈɒmɪnəl/
/pɹənˈɑːmɪnəl/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "pronominal"
Pronominal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a phrase that functions as a pronoun
pronominal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
relating to pronouns
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pronk
prongy
pronghorn
pronged
prong
pronominal adverb
pronominal phrase
pronoun
pronounce
pronounce on
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App