Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Professional golfer
01
επαγγελματίας γκόλφερ, επαγγελματίας παίκτης γκολφ
an individual who earns a living by playing golf competitively at a high level, often participating in tournaments sanctioned by professional golf organizations
Παραδείγματα
The professional golfer sank a birdie putt to win the championship.
Ο επαγγελματίας γκόλφερ έβαλε ένα μπέρτι πατ για να κερδίσει το πρωτάθλημα.
The professional golfer adjusted his strategy based on course conditions and wind direction.
Ο επαγγελματίας γκόλφερ προσάρμοσε τη στρατηγική του με βάση τις συνθήκες του γηπέδου και την κατεύθυνση του ανέμου.



























