Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
printable
01
δημοσιεύσιμος, εκτυπώσιμος
suitable for publication because of lacking content that is morally or legally objectionable
Παραδείγματα
The article was deemed printable after the editor removed any potentially offensive content.
Το άρθρο κρίθηκε εκτυπώσιμο αφού ο επιμελητής αφαίρεσε οποιοδήποτε δυνητικά προσβλητικό περιεχόμενο.
The printable version of the document was distributed to all employees for review.
Η εκτυπώσιμη έκδοση του εγγράφου διανεμήθηκε σε όλους τους υπαλλήλους για αναθεώρηση.
Λεξικό Δέντρο
unprintable
printable
print



























