LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pricket
/pɹˈɪkɪt/
/pɹˈɪkɪt/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "pricket"
Pricket
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
male deer in his second year
02
a sharp metal spike to hold a candle
word family
pricket
pricket
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pricker
prick up ears
prick up
prick punch
prick
prickle
prickle cell
prickle-weed
prickleback
prickliness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App