LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Preservable
/pɹɪsˈɜːvəbəl/
/pɹɪsˈɜːvəbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "preservable"
preservable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
capable of being preserved
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
presentness
presentment
presently
presentist
presentism
preservation
preservation order
preservationist
preservative
preserve
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App