LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Predestinate
/pɹɪdˈɛstɪnˌeɪt/
/pɹɪdˈɛstɪnˌeɪt/
Verb (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "predestinate"
to predestinate
ΡΉΜΑ
01
foreordain by divine will or decree
predestinate
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
established or prearranged unalterably
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
predestinarianism
predestinarian
predecessor
predecease
predatory animal
predestination
predestinationist
predestine
predestined
predetermination
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App