Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Power station
01
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
a facility that generates electricity on a large scale
Dialect
British
Παραδείγματα
The coal-fired power station supplies electricity to the entire city.
Ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί με άνθρακα τροφοδοτεί με ηλεκτρικό ρεύμα ολόκληρη την πόλη.
The nuclear power station was built to meet the growing energy demands of the region.
Ο πυρηνικός σταθμός χτίστηκε για να καλύψει τις αυξανόμενες ενεργειακές απαιτήσεις της περιοχής.



























