Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Power plant
01
εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικός σταθμός
a large building in which electricity is made
Παραδείγματα
The massive hydroelectric power plant harnessed the power of the rushing river to generate clean electricity.
Το τεράστιο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο αξιοποίησε τη δύναμη του βιαστικού ποταμού για να παράγει καθαρή ηλεκτρική ενέργεια.
The old coal-fired power plant was being decommissioned due to concerns about air pollution.
Το παλιό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούσε με άνθρακα είχε αποσυρθεί λόγω ανησυχιών για την ατμοσφαιρική ρύπανση.



























