Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Power outage
01
διακοπή ρεύματος, απενεργοποίηση
a disruption or complete loss of electrical supply to a particular area
Dialect
American
Παραδείγματα
The power outage lasted all night, leaving the town in darkness.
Η διακοπή ρεύματος διήρκεσε όλη τη νύχτα, αφήνοντας την πόλη στο σκοτάδι.
A power outage in the city center caused traffic lights to stop working.
Μια διακοπή ρεύματος στο κέντρο της πόλης προκάλεσε τη διακοπή λειτουργίας των φανάρων.



























