LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Power company
/pˈaʊə kˈʌmpəni/
/pˈaʊɚ kˈʌmpəni/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "power company"
Power company
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a public utility that provides electricity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
power cable
power broker
power breakfast
power brake
power behind the throne
power conditioner
power cord
power couple
power cut
power dive
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App