Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Power cable
01
καλώδιο τροφοδοσίας, ηλεκτρικό καλώδιο
a cable designed to carry electrical current from a power source to a device or appliance that requires electricity to operate
Παραδείγματα
The computer wo n't turn on because the power cable is unplugged.
Ο υπολογιστής δεν ανάβει γιατί το καλώδιο ρεύματος είναι αποσυνδεδεμένο.
He replaced the damaged power cable with a new one.
Αντικατέστησε το κατεστραμμένο καλώδιο ρεύματος με ένα καινούριο.



























