Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pothole
01
λακκούβα, τρωτώδες στο δρόμο
a small, often deep, depression in a road surface caused by wear, weather, and traffic
Παραδείγματα
He swerved to avoid a large pothole in the street.
Στρίβει για να αποφύγει ένα μεγάλο λακκούβα στο δρόμο.
The pothole caused damage to his car's suspension.
Το λακκούβα προκάλεσε ζημιά στο σύστημα ανάρτησης του αυτοκινήτου του.
Λεξικό Δέντρο
pothole
pot
hole



























