Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Baking soda
01
μαγειρική σόδα, διττανθρακικό νάτριο
a chemical compound commonly used in baking as a leavening agent to help dough and batters rise
Παραδείγματα
Baking soda served as a natural toothpaste alternative, gently whitening teeth and freshening breath.
Το μαγειρική σόδα χρησίμευε ως φυσική εναλλακτική λύση στην οδοντόκρεμα, λευκαίνοντας απαλά τα δόντια και δροσίζοντας την αναπνοή.
Baking soda sprinkled on a damp cloth effectively removed coffee and tea stains from cups and mugs.
Το μαγειρική σόδα πασπαλισμένο σε ένα υγρό πανί αφαίρεσε αποτελεσματικά τις κηλίδες καφέ και τσαγιού από τα κύπελλα και τα κούπες.



























