Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bakeshop
01
αρτοποιείο-ζαχαροπλαστείο, ζαχαροπλαστείο
a workplace where baked goods (breads and cakes and pastries) are produced or sold
Λεξικό Δέντρο
bakeshop
bake
shop
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αρτοποιείο-ζαχαροπλαστείο, ζαχαροπλαστείο
Λεξικό Δέντρο
bake
shop