LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bakeshop
/bˈeɪkʃɒp/
/bˈeɪkʃɑːp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bakeshop"
Bakeshop
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a workplace where baked goods (breads and cakes and pastries) are produced or sold
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bakery
bakersfield
baker's yeast
baker's eczema
baker's dozen
bakewell pudding
bakewell tart
baking
baking chocolate
baking dish
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App