Postictal
volume
British pronunciation/pˈəʊstɪktəl/
American pronunciation/pˈoʊstɪktəl/

Ορισμός και Σημασία του "postictal"

01

pertaining to the period following a seizure or convulsion

word family

ictal

ictal

Adjective

postictal

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store