LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Postictal
/pˈəʊstɪktəl/
/pˈoʊstɪktəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "postictal"
postictal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
pertaining to the period following a seizure or convulsion
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
postiche
posthypnotic suggestion
posthypnotic amnesia
posthumously
posthumous birth
postilion
postillion
postimpressionist
postindustrial
posting
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App