LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Porpoise oil
/pˈɔːpəs ˈɔɪl/
/pˈoːɹpəs ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "porpoise oil"
Porpoise oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a yellow fatty oil obtained from porpoises and used as a fine lubricant
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
porpoise
porphyry
porphyrula
porphyritic rock
porphyritic
porridge
porringer
port
port city
port de bras
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App