LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Popery
/pˈəʊpəɹi/
/pˈoʊpɚɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "popery"
Popery
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
offensive terms for the practices and rituals of the Roman Catholic Church
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pope's nose
pope
popcorn maker
popcorn ball
popcorn
popeyed
popgun
popillia
popinjay
popish
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App