LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Polypropene
/pˌɒlɪpɹˈɒpiːn/
/pˌɑːlɪpɹˈɑːpiːn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "polypropene"
Polypropene
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a polymer of propylene used as a thermoplastic molding material
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
polyprion
polyporus tenuiculus
polyporus squamosus
polyporus
polypore
polypropenonitrile
polypropylene
polyptoton
polypus
polysaccharide
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App