Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pollen
01
γύρη, κόκκοι γύρης
the fine spores that contain male gametes and that are borne by an anther in a flowering plant
Λεξικό Δέντρο
pollenate
pollinate
pollen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γύρη, κόκκοι γύρης
Λεξικό Δέντρο