Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bad weather
01
κακός καιρός, δυσμενείς ατμοσφαιρικές συνθήκες
unfavorable atmospheric conditions that can cause discomfort, inconvenience, or hazards
Παραδείγματα
The flight was delayed due to bad weather in the region.
Η πτήση καθυστέρησε λόγω του κακού καιρού στην περιοχή.
Heavy rain and strong winds made the bad weather unbearable.
Οι ισχυρές βροχές και οι δυνατοί άνεμοι έκαναν τον κακό καιρό αφόρητο.



























