LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Backhand stroke
/bˈakhand stɹˈəʊk/
/bˈækhænd stɹˈoʊk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "backhand stroke"
Backhand stroke
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a return made with the back of the hand facing the direction of the stroke
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
backhand shot
backhand loop
backhand grip
backhand drive
backhand
backhanded
backhanded compliment
backhander
backheel pass
backhoe
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App