LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Plastique
/plɑːstˈiːk/
/plæstˈiːk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "plastique"
Plastique
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an explosive material that is easily molded around the object it is intended to destroy
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
plastination
plastinate
plastid
plastics industry
plasticizer
plastron
plat
platalea
platalea leucorodia
plataleidae
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App