LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Plaiter
/plˈeɪtə/
/plˈeɪɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "plaiter"
Plaiter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who plaits (hair or fabric etc.)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
plait
plaintiveness
plaintively
plaintive
plaintiff in error
plan
plan ahead
plan b
plan of action
plan of attack
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App