LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Piloting
/pˈaɪlətɪŋ/
/ˈpaɪɫətɪŋ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "piloting"
Piloting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the guidance of ships or airplanes from place to place
02
the occupation of a pilot
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pilothouse
pilotfish
pilot whale
pilot study
pilot project
pilotless
pilotless aircraft
pilous
pilsen
pilsener
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App