LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pied lemming
/pˈaɪd lˈɛmɪŋ/
/pˈaɪd lˈɛmɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pied lemming"
Pied lemming
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
North American lemming having a white winter coat and some claws much enlarged
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pied
piecrust table
piecework
piecemeal
piece-dye
pied piper
pied piper of hamelin
pied-a-terre
pied-billed grebe
pied-piping
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App