LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Picnic ground
/pˈɪknɪk ɡɹˈaʊnd/
/pˈɪknɪk ɡɹˈaʊnd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "picnic ground"
Picnic ground
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a tract of land set aside for picnicking
word family
picnic ground
picnic ground
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
picnic area
picnic
picky
pickup truck
pickup arm
picnic ham
picnic shoulder
picnic table
picnicker
pico de orizaba
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App