LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Phytochemistry
/fˈaɪtəkˌɛmɪstɹi/
/fˈaɪɾəkˌɛmɪstɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "phytochemistry"
Phytochemistry
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the branch of organic chemistry dealing with the chemistry of plants
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
phytochemist
phytochemical
phytelephas macrocarpa
phytelephas
physostigmine
phytohormone
phytolacca
phytolacca acinosa
phytolacca dioica
phytolaccaceae
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App