Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Physique
01
σωματική διάπλαση, φυσιογνωμία
the natural constitution or physical structure of a person
Παραδείγματα
His tall physique made him stand out in the crowd.
Το ψηλό του σωματότυπο τον έκανε να ξεχωρίζει στο πλήθος.
His slim physique allowed him to fit into small spaces easily.
Το αδύνατο σωματότυπο του του επέτρεπε να χωράει εύκολα σε μικρούς χώρους.
02
σωματική διάπλαση, μυϊκή δομή
the trained, muscular structure of a person's body
Παραδείγματα
He 's proud of his physique after months at the gym.
Είναι περήφανος για το σώμα του μετά από μήνες στο γυμναστήριο.
Her physique is lean and athletic.
Η σωματική της διάπλαση είναι λεπτή και αθλητική.



























