Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Physical education
01
φυσική αγωγή, γυμναστική
sport, physical exercise, and games that are taught as a subject in schools
Παραδείγματα
Physical education classes are held twice a week to keep students active and healthy.
Τα μαθήματα φυσικής αγωγής πραγματοποιούνται δύο φορές την εβδομάδα για να διατηρούν τους μαθητές ενεργούς και υγιείς.
She excelled in physical education, especially enjoying the team sports.
Εξαιρετική στη φυσική αγωγή, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τα ομαδικά αθλήματα.



























