LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Phot
/fˈɒt/
/fˈɑːt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "phot"
Phot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a unit of illumination equal to 1 lumen per square centimeter; 10,000 phots equal 1 lux
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
phosphorus
phosphorous acid
phosphorous
phosphoric acid
phosphoric
photalgia
photic
photinia
photinia arbutifolia
photius
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App