Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Phosphorescence
01
φωσφορισμός, διαρκές φως
a light that is released for a long period of time even after its source energy is gone or finished
Λεξικό Δέντρο
phosphorescence
phosphoresce
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φωσφορισμός, διαρκές φως
Λεξικό Δέντρο