Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
phonetic
01
φωνητικός, σχετικός με τους ήχους της ομιλίας
related to the sounds of speech and their representation using symbols
Παραδείγματα
Accurate pronunciation requires an understanding of the phonetic properties of individual sounds and their combinations.
Η ακριβής προφορά απαιτεί κατανόηση των φωνητικών ιδιοτήτων των μεμονωμένων ήχων και των συνδυασμών τους.
Speech therapists use phonetic exercises to help individuals improve their articulation and phonological awareness.
Οι λογοθεραπευτές χρησιμοποιούν φωνητικές ασκήσεις για να βοηθήσουν τα άτομα να βελτιώσουν την άρθρωση και τη φωνολογική ευαισθητοποίηση.
02
φωνητικός, σχετικός με τη φωνητική
of or relating to the scientific study of speech sounds
Λεξικό Δέντρο
phonetic
phonet



























