Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Phone call
01
τηλεφωνική κλήση
the act of speaking to someone or trying to reach them on the phone
Παραδείγματα
I received a phone call from my friend just as I was about to leave the house.
Έλαβα μια τηλεφωνική κλήση από τον φίλο μου ακριβώς όταν ετοιμαζόμουν να φύγω από το σπίτι.
The phone call lasted over an hour as we caught up on each other's lives.
Η τηλεφωνική κλήση διήρκεσε πάνω από μια ώρα καθώς μοιραζόμασταν τις ζωές μας.



























