LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Phlebogram
/flˈɛbəɡɹˌam/
/flˈɛbəɡɹˌæm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "phlebogram"
Phlebogram
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an X ray of a vein injected with a radiopaque contrast medium
word family
phlebogram
phlebogram
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
phlebodium
phlebitis
phlebectomy
phiz
phishing
phlebothrombosis
phlebotomist
phlebotomize
phlebotomus papatasii
phlebotomy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App