Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pharmacopoeia
01
φαρμακοποιία, απόθεμα φαρμάκων
a supply of drugs and medicines
Παραδείγματα
The hospital maintained a pharmacopoeia of essential drugs to ensure they were always available for treatment.
Το νοσοκομείο διατηρούσε μια φαρμακοποιία απαραίτητων φαρμάκων για να διασφαλίσει ότι ήταν πάντα διαθέσιμα για θεραπεία.
The pharmacopoeia of a country is crucial for the healthcare system to function efficiently.
Το φαρμακοποιείο μιας χώρας είναι κρίσιμο για την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος υγείας.



























