Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pharmacological
01
φαρμακολογικός, σχετικός με τη μελέτη ή τις επιδράσεις των φαρμάκων και των φαρμακευτικών σκευασμάτων στο σώμα
related to the study or effects of drugs and medications on the body
Παραδείγματα
Pharmacological research aims to discover new drugs for treating various medical conditions.
Η φαρμακολογική έρευνα στοχεύει στην ανακάλυψη νέων φαρμάκων για τη θεραπεία διαφόρων ιατρικών καταστάσεων.
The doctor prescribed a pharmacological treatment to manage the patient's symptoms.
Ο γιατρός συνέταξε μια φαρμακολογική θεραπεία για τη διαχείριση των συμπτωμάτων του ασθενούς.
Λεξικό Δέντρο
pharmacologically
pharmacological



























