Pestilential
volume
British pronunciation/pˌɛstɪlˈɛnʃə‍l/
American pronunciation/pˌɛstɪlˈɛnʃəl/

Ορισμός και Σημασία του "pestilential"

pestilential
01

likely to spread and cause an epidemic disease

word family

pestil

pestil

Verb

pestilent

Adjective

pestilential

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store