LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Peroration
/pˌɛɹəɹˈeɪʃən/
/pˌɛɹɚɹˈeɪʃən/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "peroration"
Peroration
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(rhetoric) the concluding section of an oration
02
a flowery and highly rhetorical oration
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
perorate
peronosporales
peronosporaceae
peronospora tabacina
peronospora hyoscyami
peroxidase
peroxide
peroxide blond
peroxide blonde
perpend
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App