LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Peroneal
/pˈɛɹəʊnəl/
/pˈɛɹoʊnəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "peroneal"
peroneal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to the fibula or the outer part of the leg below the knee
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
peron
peromyscus maniculatus
peromyscus leucopus
peromyscus gossypinus
peromyscus eremicus
peroneal artery
peroneal vein
peroneus
peronospora
peronospora destructor
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App