LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Periwig
/pˈɛɹɪwˌɪɡ/
/pˈɛɹɪwˌɪɡ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "periwig"
Periwig
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a wig for men that was fashionable in the 17th and 18th centuries
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
peritrichous
peritrate
peritonsillar abscess
peritonitis
peritoneum
periwigged
periwinkle blue
periwinkle plant derivative
perjure
perjurer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App