Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Perfectionism
01
τελειομανία, η τελειομανία
a tendency to set extremely high standards for oneself and others and not accept anything that is less than perfect
Παραδείγματα
His perfectionism made him spend hours on small details.
Ο τελειομανισμός του τον έκανε να ξοδεύει ώρες σε μικρές λεπτομέρειες.
Perfectionism can lead to stress and frustration.
Ο τελειομανισμός μπορεί να οδηγήσει σε στρες και απογοήτευση.
Λεξικό Δέντρο
perfectionism
perfection
perfect



























