LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Peptic
/pˈɛptɪk/
/ˈpɛptɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "peptic"
peptic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
relating to or promoting digestion
word family
pept
pept
Noun
peptic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pepsinogen
pepsin
pepsi cola
pepsi
peppy
peptic ulcer
peptic ulcer disease
peptic ulceration
peptidase
peptide
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App