LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pedigreed
/pˈɛdɪɡɹˌiːd/
/pˈɛdɪɡɹˌiːd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "pedigreed"
pedigreed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a list of ancestors as proof of being a purebred animal
word family
pedigreed
pedigreed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pedigree
pedicurist
pedicure
pediculus humanus
pediculus corporis
pedilanthus
pedilanthus tithymaloides
pediment
pediocactus
pediocactus knowltonii
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App