Pedigreed
volume
British pronunciation/pˈɛdɪɡɹˌiːd/
American pronunciation/pˈɛdɪɡɹˌiːd/

Ορισμός και Σημασία του "pedigreed"

01

having a list of ancestors as proof of being a purebred animal

word family

pedigreed

pedigreed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store